διαιτώ

διαιτώ
(I)
(Α διαιτῶ, -άω)
1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα
2. μέσ. διαιτῶμαι
α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα
β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι
γ) διατρέφομαι
αρχ.
1. είμαι διαιτητής
2. αποδεικνύω
3. ερευνώ, εξακριβώνω
4. κυβερνώ, διευθύνω
5. κάνω κριτική
6. ρυθμίζω, διακανονίζω
7. συμφιλιώνω
8. διαφυλάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. παρά το πλήθος τών υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί για την προέλευση της. Συγκεκριμένα έχει υποστηριχθεί ότι τα δι-αιτώμαι, δι-αιτώ συνδέονται ετυμολογικά με το αίνυμαι* (πρβλ. αρτάω < *α (F) ερτάω —αείρω). Υπετέθη δηλ. ως α' συνθετικό το προρρηματικό δια* και ως β' ένας μεταρρηματικός υποθετικός τ. *αιτώ, αιτώμαι «διαμοιράζω, κατανέμω, διανέμω», απ' όπου προήλθε αφενός η σημασία «διανέμω το φαγητό, διατρέφω, ζω», αφετέρου η σημασία «κρίνω, αποφασίζω» (πρβλ. και αίτιος, αίσα). Υποστηρίχθηκε ακόμη ότι διαιτώ < δια-ιτάω (πρβλ. ιτητέον) με τη σημασία «κόβω». Τέλος, ο τ. διαιτώμαι ως νεώτερος επιστημονικός (ιατρικός) όρος με τη σημασία «κουράρω, περιποιούμαι ιατρικώς» προέρχεται από τη λ. δίαιτα* ως μετονοματικό παράγωγο].
————————
(II)
διαιτῶ (-έω) (Α) [αιτώ]
κάμπτω κάποιον με ικεσίες, με παρακλήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαιτῶ — διαιτάω treat pres imperat mp 2nd sg διαιτάω treat pres subj act 1st sg (attic epic ionic) διαιτάω treat pres ind act 1st sg (attic epic ionic) διαιτάω treat pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) διαιτάω treat pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαίτητος — ἀδιαίτητος, ον (Μ) [διαιτῶ] νεοελλ. αυτός που δεν ακολουθεί ορισμένη δίαιτα, που ζει χωρίς δίαιτα …   Dictionary of Greek

  • αποδιαιτώ — ἀποδιαιτῶ ( άω) (Α) 1. αθωώνω κάποιον ως διαιτητής 2. αποφασίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διαιτώ ( άω) «είμαι διαιτητής, κρίνω ή δικάζω ως διαιτητής, αποφασίζω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταδιαιτώ — μεταδιαιτῶ, άω (Α) [διαιτώ(μαι)] αλλάζω τον τρόπο τής ζωής μου («ἀποστὰς τῶν πατρῴων προσκυνεῑσθαι ἠξίου καὶ ἐς δίαιταν τὴν Μηδικὴν μετεδιῄτησεν ἑαυτόν», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • προδιαιτώ — άω, ΜΑ προετοιμάζω με δίαιτα («προδιαιτᾱν αὐτοὺς [τοὺς ἵππους] σίτῳ καὶ ὀρόβῳ πεφρυγμένῳ», Ιππιατρ.) αρχ. μέσ. προδιαιτῶμαι υποβάλλω εκ τών προτέρων μια υπόθεση, μια διαφορά, σε διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαιτῶ «υποβάλλω σε δίαιτα, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”